γεωργῷ

γεωργῷ
γεωργός
tilling the ground
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεωργώ — ( έω) (AM γεωργῶ, έω) [γεωργός] καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός αρχ. μσν. καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω αρχ. 1. παράγω 2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι 3. αποκομίζω κέρδος …   Dictionary of Greek

  • γεωργῶ — γεωργέω to be a husbandman pres subj act 1st sg (attic epic doric) γεωργέω to be a husbandman pres ind act 1st sg (attic epic doric) γεωργός tilling the ground masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργώ — γεωργός tilling the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεώργητος — η, ο (Α ἀγεώργητος, ον) ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γεωργῶ. ΠΑΡ. ἀγεωργησία] …   Dictionary of Greek

  • γεωργήσιμος — η, ο (AM γεωργήσιμος, ον) [γεωργώ] ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος …   Dictionary of Greek

  • γεώργημα — το (AM γεώργημα) [γεωργώ] ο καλλιεργημένος αγρός αρχ. μσν. 1. ο καρπός τής γης 2. πληθ. η συγκομιδή αρχ. πληθ. οι γεωργικές ασχολίες …   Dictionary of Greek

  • ευγεώργητος — εὐγεώργητος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. α γεώργητος] …   Dictionary of Greek

  • θεογεώργητος — θεογεώργητος, ον (Α) ο καλλιεργημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γεώργητος (< γεωργώ), πρβλ. α γεώργητος, ευ γεώργητος] …   Dictionary of Greek

  • καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανογεώργητος — οὐρανογεώργητος, ον (Α) (για το μάννα) αυτός που καλλιεργήθηκε στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο* + γεωργῶ (< γεωργός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”